- ἄσπουδος
- ἄσπουδ-ος, ον,A without ambition, Eup. 234.2 = ἀσπούδαστος 2, Stoic.3.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άσπουδος — ἄσπουδος, ον (Α) [σπουδή] Ι. 1. αυτός που δεν επιδιώκει κάτι σπουδαίο, που δεν έχει φιλοδοξίες 2. εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να επιζητεί, ρ ασπούδαστος 3. ο αμελής, ο ράθυμος II. επίρρ. ἀσπούδως χωρίς φροντίδα, αμελώς … Dictionary of Greek
ἄσπουδος — without ambition masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπούδως — ἄσπουδος without ambition adverbial ἄσπουδος without ambition masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπουδον — ἄσπουδος without ambition masc/fem acc sg ἄσπουδος without ambition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπούδων — ἄσπουδος without ambition masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπουδα — ἄσπουδος without ambition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)